κενός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κενός < αρχαία ελληνική κενός < κενϝός < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱen-
Επίθετο[επεξεργασία]
κενός, -ή, -ό
- που δεν περιέχει τίποτα
- που δεν έχει συμπληρωθεί, που δεν έχει καταληφθεί
- διαγωνισμός για την πλήρωση των κενών θέσεων
- την Τετάρτη, έχω πολλές κενές ώρες
- χωρίς πνευματικό περιεχόμενο, που δεν έχει νόημα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που δεν περιέχει τίποτα
→ δείτε τη λέξη άδειος |