κενόσοφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κενόσοφος, -η, -ο
- (λόγιο) ο δοκησίσοφος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δοκησίσοφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κενόσοφος
|