κενόσοφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κενόσοφος η κενόσοφη το κενόσοφο
      γενική του κενόσοφου της κενόσοφης του κενόσοφου
    αιτιατική τον κενόσοφο την κενόσοφη το κενόσοφο
     κλητική κενόσοφε κενόσοφη κενόσοφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κενόσοφοι οι κενόσοφες τα κενόσοφα
      γενική των κενόσοφων των κενόσοφων των κενόσοφων
    αιτιατική τους κενόσοφους τις κενόσοφες τα κενόσοφα
     κλητική κενόσοφοι κενόσοφες κενόσοφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κενόσοφος < κενός + -ο- + σοφός

Επίθετο[επεξεργασία]

κενόσοφος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]