κενό νόμου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κενό νόμου < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κενό νόμου
- πρόκειται για μια περίπτωση κατά την οποία δεν έχει θεσπιστεί αντίστοιχος νόμος, δηλαδή ο νομοθέτης δε μερίμνησε ακόμα για τη «συγκεκριμένη» εκδοχή και για αυτό το λόγο η επίλυση καλύπτεται από τη νομολογία, ή αλλιώς την ερμηνεία της δικαστικής απόφασης, για αναλογική εφαρμογή του νόμου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κενό νόμου
|