κεράσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κεράσι | κεράσια |
γενική | κερασιού | κερασιών |
αιτιατική | κεράσι | κεράσια |
κλητική | κεράσι | κεράσια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεράσι < μεσαιωνική ελληνική κεράσι(ν) < ελληνιστική κοινή κεράσιον < αρχαία ελληνική κερασός / κέρασος
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεράσι ουδέτερο
[επεξεργασία]
- αγριοκερασιά
- αγριοκέρασο
- κερασάκι
- κερασένιος
- κερασιά
- ξινοκέρασο
- πετροκερασιά
- πετροκέρασο
- τσέρι
- χαμοκερασιά
- χαμοκέρασο
Παροιμίες[επεξεργασία]
- όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι: να φέρεσαι επιφυλακτικά, όταν ακούς μεγάλες υποσχέσεις ή μεγάλα λόγια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεράσι
όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι
|