κεράσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ceˈɾa.sça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρά‐σια
- τονικό παρώνυμο: κερασιά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κεράσια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κεράσι