κεράτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κεράτιο | τα | κεράτια |
γενική | του | κεράτιου | των | κεράτιων |
αιτιατική | το | κεράτιο | τα | κεράτια |
κλητική | κεράτιο | κεράτια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεράτιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική , υποκοριστικό του κέρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεράτιο ουδέτερο
- (ιστορία, νόμισμα) βυζαντινό αργυρό νόμισμα
- → δείτε Βυζαντινό νόμισμα στη Βικιπαίδεια
- (παρωχημένο) χαρούπι
- (παρωχημένο) καράτι
- (λόγιο, μουσικό όργανο) κορνέτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεράτιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)