κερένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κερένιος | η | κερένια | το | κερένιο |
γενική | του | κερένιου | της | κερένιας | του | κερένιου |
αιτιατική | τον | κερένιο | την | κερένια | το | κερένιο |
κλητική | κερένιε | κερένια | κερένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κερένιοι | οι | κερένιες | τα | κερένια |
γενική | των | κερένιων | των | κερένιων | των | κερένιων |
αιτιατική | τους | κερένιους | τις | κερένιες | τα | κερένια |
κλητική | κερένιοι | κερένιες | κερένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κερένιος < μεσαιωνική ελληνική κερένιος < κερί + -ένιος< αρχαία ελληνική κηρός
Επίθετο[επεξεργασία]
κερένιος
- άλλη μορφή του κέρινος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κερί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κερένιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)