κεραμέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεραμέας οι κεραμέες
      γενική του κεραμέα των κεραμέων
    αιτιατική τον κεραμέα τους κεραμέες
     κλητική κεραμέα κεραμέες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεραμέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεραμεύς[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ce.ɾaˈme.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ρα‐μέ‐ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεραμέας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]