κεραμιδώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεραμιδώνω < αρχαία ελληνική κεραμιδόω < κεραμίς < κέραμος
Ρήμα[επεξεργασία]
κεραμιδώνω
- σκεπάζω με κεραμίδια, στεγάζω με το συγκεκριμένο υλικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κεραμίδωμα
- κεραμιδωμένος
- κεραμίδωση
- → δείτε τη λέξη κεραμίδι
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κεραμιδώνω | κεραμίδωνα | θα κεραμιδώνω | να κεραμιδώνω | κεραμιδώνοντας | |
β' ενικ. | κεραμιδώνεις | κεραμίδωνες | θα κεραμιδώνεις | να κεραμιδώνεις | κεραμίδωνε | |
γ' ενικ. | κεραμιδώνει | κεραμίδωνε | θα κεραμιδώνει | να κεραμιδώνει | ||
α' πληθ. | κεραμιδώνουμε | κεραμιδώναμε | θα κεραμιδώνουμε | να κεραμιδώνουμε | ||
β' πληθ. | κεραμιδώνετε | κεραμιδώνατε | θα κεραμιδώνετε | να κεραμιδώνετε | κεραμιδώνετε | |
γ' πληθ. | κεραμιδώνουν(ε) | κεραμίδωναν κεραμιδώναν(ε) |
θα κεραμιδώνουν(ε) | να κεραμιδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κεραμίδωσα | θα κεραμιδώσω | να κεραμιδώσω | κεραμιδώσει | ||
β' ενικ. | κεραμίδωσες | θα κεραμιδώσεις | να κεραμιδώσεις | κεραμίδωσε | ||
γ' ενικ. | κεραμίδωσε | θα κεραμιδώσει | να κεραμιδώσει | |||
α' πληθ. | κεραμιδώσαμε | θα κεραμιδώσουμε | να κεραμιδώσουμε | |||
β' πληθ. | κεραμιδώσατε | θα κεραμιδώσετε | να κεραμιδώσετε | κεραμιδώστε | ||
γ' πληθ. | κεραμίδωσαν κεραμιδώσαν(ε) |
θα κεραμιδώσουν(ε) | να κεραμιδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κεραμιδώσει | είχα κεραμιδώσει | θα έχω κεραμιδώσει | να έχω κεραμιδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κεραμιδώσει | είχες κεραμιδώσει | θα έχεις κεραμιδώσει | να έχεις κεραμιδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κεραμιδώσει | είχε κεραμιδώσει | θα έχει κεραμιδώσει | να έχει κεραμιδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κεραμιδώσει | είχαμε κεραμιδώσει | θα έχουμε κεραμιδώσει | να έχουμε κεραμιδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κεραμιδώσει | είχατε κεραμιδώσει | θα έχετε κεραμιδώσει | να έχετε κεραμιδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κεραμιδώσει | είχαν κεραμιδώσει | θα έχουν κεραμιδώσει | να έχουν κεραμιδώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεραμιδώνω