κεραμουργείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεραμουργείο < κεραμουργός + -είο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεραμουργείο ουδέτερο
- (λόγιο) το κεραμοποιείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεραμουργείο
|