κερασάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κερασάκι τα κερασάκια
      γενική
    αιτιατική το κερασάκι τα κερασάκια
     κλητική κερασάκι κερασάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τάρτα με κερασάκια

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κερασάκι < κεράσ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κερασάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του κεράσι
  2. (γλυκό) είδος γλυκού με βασικό υλικό το κεράσι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]