κερασέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κερασέα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Κερασέα (τοπωνύμιο)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- [{Π:Δημητράκος 1964}}