Μετάβαση στο περιεχόμενο

κερασφόρος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κερασφόρος η κερασφόρος
& κερασφόρα
το κερασφόρο
      γενική του κερασφόρου της κερασφόρου
& κερασφόρας
του κερασφόρου
    αιτιατική τον κερασφόρο την κερασφόρο
& κερασφόρα
το κερασφόρο
     κλητική κερασφόρε κερασφόρε
& κερασφόρα
κερασφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κερασφόροι οι κερασφόροι
& κερασφόρες
τα κερασφόρα
      γενική των κερασφόρων των κερασφόρων των κερασφόρων
    αιτιατική τους κερασφόρους τις κερασφόρους
& κερασφόρες
τα κερασφόρα
     κλητική κερασφόροι κερασφόροι
& κερασφόρες
κερασφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κερασφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κερασφόρος[1] < κέρας + -φόρος (φέρω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ce.ɾaˈsfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κερασφόρος

Επίθετο

[επεξεργασία]

κερασφόρος, -ος/-α, -ο

  1. (για ζώο) που έχει κέρατα
  2. (ειρωνικό) ο κερατάς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]