κερατίαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κεράτωση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κερατίαση οι κερατιάσεις
      γενική της κερατίασης* των κερατιάσεων
    αιτιατική την κερατίαση τις κερατιάσεις
     κλητική κερατίαση κερατιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κερατιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κερατίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική keratiasis < αρχαία ελληνική κέρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κερατίαση θηλυκό

  1. (ιατρική) η εμφάνιση σκληρών εξογκωμάτων, που μοιάζουν με μικρό κέρατο
  2. (ιατρική) άλλη μορφή του κεράτωση

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]