κερδοσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κερδοσκοπικός < κερδοσκόπος + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]κερδοσκοπικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην κερδοσκοπία και τους κερδοσκόπους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κερδοσκοπικός