κερδοσκοπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ceɾ.ðo.skoˈpo/
Ρήμα[επεξεργασία]
κερδοσκοπώ
- μετεχειρίζομαι κυρίως αθέμιτα μέσα για να αυξήσω τα κέρδη μου
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κερδοσκοπώ
|