κερκοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | κερκοφόρος | το | κερκοφόρο | ||
γενική | του/της | κερκοφόρου | του | κερκοφόρου | ||
αιτιατική | τον/την | κερκοφόρο | το | κερκοφόρο | ||
κλητική | κερκοφόρε | κερκοφόρο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | κερκοφόροι | τα | κερκοφόρα | ||
γενική | των | κερκοφόρων | των | κερκοφόρων | ||
αιτιατική | τους/τις | κερκοφόρους | τα | κερκοφόρα | ||
κλητική | κερκοφόροι | κερκοφόρα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κερκοφόρος < κέρκ(ος) + -ο- + -φόρος < αρχαία ελληνική κερκοφόρος < κέρκος + φέρω
Επίθετο[επεξεργασία]
κερκοφόρος, -ος, -ο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κερκοφόρος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εμβολοφόρος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)