κερματοπλυντήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
κερματοπλυντήριο < κερματο- + πλυντήριο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουδέτερο
ενικός αριθμός: το κερματοπλυντήριο (el)
πληθυντικός αριθμός: τα κερματοπλυντήρια (el)