κεστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεστός οι κεστοί
      γενική του κεστού των κεστών
    αιτιατική τον κεστό τους κεστούς
     κλητική κεστέ κεστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεστός < αρχαία ελληνική κεστός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεστός αρσενικό

  • (αρχαιολογία) γυναικεία ζώνη την οποία φορούσαν κάτω από το στήθος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεστός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

κεστός (δωρικός τύπος : καστός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεστός αρσενικό

  1. η ζώνη που συγκρατούσε το στήθος της Αφροδίτης
  2. (κατ’ επέκταση) γυναικεία ζώνη την οποία φορούσαν κάτω από το στήθος

Πηγές[επεξεργασία]