κεφαλίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κεφᾰλῐδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | κεφαλίς | αἱ | κεφαλίδες | |
γενική | τῆς | κεφαλίδος | τῶν | κεφαλίδων | |
δοτική | τῇ | κεφαλίδῐ | ταῖς | κεφαλίσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | κεφαλίδᾰ | τὰς | κεφαλίδᾰς | |
κλητική ὦ! | κεφαλίς* | κεφαλίδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεφαλίδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κεφαλίδοιν | |||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεφαλίς < κεφαλ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ίς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κεφαλίς θηλυκό
- (υποκοριστικό)
- (υπόδηση) μέρος του παπουτσιού
- (ελληνιστική σημασία)
- κεφαλάκι, όπως το κεφάλι σκόρδου
- άκρο, όπως το κεφάλι καρφιού
- επικεφαλίδα μιας στήλης κειμένου
- κύλινδρος ενός βιβλίου, τόμος
- (αρχιτεκτονική) κιονόκρανο, μικρή αψίδα
- (ναυτικός όρος) καραβόσκοινο
- (στον πληθυντικό) κεφαλίδες: επάλξεις
Πηγές
[επεξεργασία]- κεφαλίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κεφαλίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίς (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Υπόδηση (νέα ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αρχιτεκτονική (ελληνιστική κοινή)
- Ναυτικοί όροι (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)