Μετάβαση στο περιεχόμενο

κεφαλαιοκρατισμός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεφαλαιοκρατισμός οι κεφαλαιοκρατισμοί
      γενική του κεφαλαιοκρατισμού των κεφαλαιοκρατισμών
    αιτιατική τον κεφαλαιοκρατισμό τους κεφαλαιοκρατισμούς
     κλητική κεφαλαιοκρατισμέ κεφαλαιοκρατισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεφαλαιοκρατισμός < κεφαλαιο- + κράτος + -ισμός, απόδοση για τη γαλλική capitalisme(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ce.fa.le.o.kɾa.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεφαλαιοκρατισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεφαλαιοκρατισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]