κεφαλαιώδης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεφαλαιώδης < ελληνιστική κοινή κεφαλαιώδης < αρχαία ελληνική κεφάλαιος + -ώδης
Επίθετο
[επεξεργασία]κεφαλαιώδης, -ης, -ες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κεφαλαιωδώς
- → δείτε τη λέξη κεφάλι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεφαλαιώδης
|