κεφαλαλγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεφαλαλγικός < ελληνιστική κοινή κεφαλαλγικός < αρχαία ελληνική κεφαλαλγία
Επίθετο[επεξεργασία]
κεφαλαλγικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με την κεφαλαλγία, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
- ※ Η κατάχρηση φαρμακευτικών ουσιών και το ξεμάτιασμα δεν αντιμετωπίζουν την κεφαλαλγία, αναφέρει η Ελληνική Εταιρεία Κεφαλαλγίας. (…) Ειδικά Κέντρα Κεφαλαλγίας υπάρχουν σε αρκετά δημόσια νοσοκομεία στελεχωμένα με ειδικούς γιατρούς που καθοδηγούν με επιστημονικότητα, αποτελεσματικότητα και ασφάλεια τους κεφαλαλγικούς ασθενείς. (www.lifo.gr, 9/9/2019)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κεφαλαλγία, κεφάλι και άλγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεφαλαλγικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)