κεφαλοκλείδωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεφαλοκλείδωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεφαλοκλείδωμα ουδέτερο
- είδος λαβής στην πάλη, όπου ο αθλητής, βρισκόμενος πίσω από τον αντίπαλο, περικλείει το λαιμό του αντιπάλου με το ένα χέρι κρατώντας το σφιχτά με το άλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεφαλοκλείδωμα