κεφαλοκλείδωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφαλοκλείδωμα τα κεφαλοκλειδώματα
      γενική του κεφαλοκλειδώματος των κεφαλοκλειδωμάτων
    αιτιατική το κεφαλοκλείδωμα τα κεφαλοκλειδώματα
     κλητική κεφαλοκλείδωμα κεφαλοκλειδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεφαλοκλείδωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεφαλοκλείδωμα ουδέτερο

  • είδος λαβής στην πάλη, όπου ο αθλητής, βρισκόμενος πίσω από τον αντίπαλο, περικλείει το λαιμό του αντιπάλου με το ένα χέρι κρατώντας το σφιχτά με το άλλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]