κεφαλοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεφαλοποίηση οι κεφαλοποιήσεις
      γενική της κεφαλοποίησης* των κεφαλοποιήσεων
    αιτιατική την κεφαλοποίηση τις κεφαλοποιήσεις
     κλητική κεφαλοποίηση κεφαλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κεφαλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεφαλοποίηση < (κεφάλι + ποιώ) λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cephalization

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεφαλοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]