κεφαλοπονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεφαλοπονώ < μεσαιωνική ελληνική κεφαλοπονώ < κεφάλι + -ο- + πονώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κεφαλοπονώ

  1. έχω πονοκέφαλο
     συνώνυμα: κεφαλαλγώ
  2. ανησυχώ
     συνώνυμα: πονοκεφαλιάζω, σπαζοκεφαλιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]