κεφαλόβρυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κεφαλόβρυση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεφαλόβρυση οι κεφαλόβρυσες
      γενική της κεφαλόβρυσης
    αιτιατική την κεφαλόβρυση τις κεφαλόβρυσες
     κλητική κεφαλόβρυση κεφαλόβρυσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Δείτε και την κλίση για το κεφαλόβρυσο.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεφαλόβρυση < κεφάλ(ι) + -ό- + βρύση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεφαλόβρυση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]