κεχαριτωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεχαριτωμένος < ελληνιστική κοινή κεχαριτωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαριτόω < αρχαία ελληνική χάρις
Μετοχή[επεξεργασία]
κεχαριτωμένος
- (λόγιο) άλλη μορφή του χαριτωμένος
- Κεχαριτωμένη: η Παναγία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χάρη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεχαριτωμένος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)