κηδεμόνευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κηδεμόνευση | οι | κηδεμονεύσεις |
γενική | της | κηδεμόνευσης* | των | κηδεμονεύσεων |
αιτιατική | την | κηδεμόνευση | τις | κηδεμονεύσεις |
κλητική | κηδεμόνευση | κηδεμονεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κηδεμονεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κηδεμόνευση < κηδεμονεύω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κηδεμόνευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κηδεμονεύω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κηδεμόνευση
|