κηλιδωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κηλιδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κηλιδώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
κηλιδωμένος, -η, -ο
- που έχει κηλιδωθεί, στιγματισμένος, σπιλωμένος
- επίκτητα κηλιδωτός (ενίοτε παροδικά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(δείτε και κηλιδωτός, η διαφοροποίηση δεν υπάρχει σε όλες τις γλώσσες)
κηλιδωμένος
|