κηλιδωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.li.ðoˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐λι‐δω‐τός
Επίθετο[επεξεργασία]
κηλιδωτός, -ή, -ό
- που έχει κηλίδες, που είναι διάστικτος