κηροειδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κηροειδή | ||
γενική | των | κηροειδών | ||
αιτιατική | τα | κηροειδή | ||
κλητική | κηροειδή | |||
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κηροειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι ειδικά επεξεργασμένες συνθετικές ύλες (παραφίνη, στεατίνη κ.ά.) που χρησιμοποιούνται αντί για κερί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κηροειδή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κηροειδή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κηροειδής