κηρωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κηρωτός | η | κηρωτή | το | κηρωτό |
γενική | του | κηρωτού | της | κηρωτής | του | κηρωτού |
αιτιατική | τον | κηρωτό | την | κηρωτή | το | κηρωτό |
κλητική | κηρωτέ | κηρωτή | κηρωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κηρωτοί | οι | κηρωτές | τα | κηρωτά |
γενική | των | κηρωτών | των | κηρωτών | των | κηρωτών |
αιτιατική | τους | κηρωτούς | τις | κηρωτές | τα | κηρωτά |
κλητική | κηρωτοί | κηρωτές | κηρωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κηρωτός < αρχαία ελληνική κηρωτός
Επίθετο
[επεξεργασία]κηρωτός, -ή, -ό
- ο επαλειμμένος με κερί, ώστε να καταστεί αδιάβροχος
- κηρωτό ύφασμα (=μουσαμάς), κηρωτό έμπλαστρο (=τσιρότο), κηρωτή αλοιφή (=κηραλοιφή)
- Ὁ μπαρμπα-Στεφανής ἦτο μέ τήν νιτσεράδα του, μέ τόν κηρωτόν πῖλόν του μέ τόν ἱμάντα δεδεμένον ὑπό τόν πώγωνα (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κηρωτός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κηρωτός, -ή, -ό
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)