κητόσπερμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κητόσπερμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) ημίρρευστη κηρώδης ουσία που βρίσκεται στο κεφάλι κάποιων ειδών φάλαινας (και πίστευαν -λανθασμένα- πως ήταν σπέρμα)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κητόσπερμα
|