Μετάβαση στο περιεχόμενο

κιθαρίστας

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιθαρίστας οι κιθαρίστες
      γενική του κιθαρίστα των κιθαριστών
    αιτιατική τον κιθαρίστα τους κιθαρίστες
     κλητική κιθαρίστα κιθαρίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κιθαρίστας < κιθάρ(α) + -ίστας. Συγκρίνετε με το κιθαριστής.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ci.θaˈɾi.stas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κιθαρίστας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κιθαρίστας αρσενικό (θηλυκό κιθαρίστα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]