κιθαρίστας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κιθαρίστας < κιθάρ(α) + -ίστας. Συγκρίνετε με το κιθαριστής.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.θaˈɾi.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐θα‐ρί‐στας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κιθαρίστας αρσενικό (θηλυκό κιθαρίστα)
- (μουσική) μουσικός που παίζει κιθάρα
- ≋ ταυτόσημα: κιθαριστής αρσενικό, (θηλυκό κιθαρίστρια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κιθάρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- κιθαρίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας