κιθαρωδώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κιθαρῳδῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιθαρωδώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κῐθᾰρῳδῶ, συνηρημένος τύπος του κῐθᾰρῳδέω < κῐθᾰρῳδός < κιθάρα + ἀείδω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.θa.ɾoˈðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐θα‐ρω‐δώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κιθαρωδώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «κιθαρωδός (κιθαρωδώ)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)