κιλαϊδισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιλαϊδισμός οι κιλαϊδισμοί
      γενική του κιλαϊδισμού των κιλαϊδισμών
    αιτιατική τον κιλαϊδισμό τους κιλαϊδισμούς
     κλητική κιλαϊδισμέ κιλαϊδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιλαϊδισμός < κελαηδισμός < αρχαία ελληνική κελαδέω/κελαδῶ < κέλαδος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιλαϊδισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]