κιλαϊδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιλαϊδισμός < κελαηδισμός < αρχαία ελληνική κελαδέω/κελαδῶ < κέλαδος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιλαϊδισμός αρσενικό
- (λογοτεχνικό) άλλη γραφή του κελαϊδισμός
- Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους / ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος. (Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Γ, 6)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κελάηδημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιλαϊδισμός
|