Μετάβαση στο περιεχόμενο

κιλοβάτ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κιλοβάτ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική kilowatt. Μορφολογικά αναλύεται σε κιλο- (< kilo- < χιλιο-) + βατ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ci.loˈvat/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κιλοβάτ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κιλοβάτ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τους όρους κιλο- και βατ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]