κιμπάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιμπάρης οι κιμπάρηδες
      γενική του κιμπάρη των κιμπάρηδων
    αιτιατική τον κιμπάρη τους κιμπάρηδες
     κλητική κιμπάρη κιμπάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιμπάρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kibar < περσική کبار (kibār) πληθυντικός του کبیر (kabīr) < αραβική كبير (kabīr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιμπάρης ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]