κιμπάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιμπάρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kibar < περσική کبار (kibār) πληθυντικός του کبیر (kabīr) < αραβική كبير (kabīr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιμπάρης ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άρχοντας στους τρόπους, γαλαντόμος, ευγενής, με καλούς τρόπους, πολύ καθώς πρέπει, αξιοπρεπής, που κάνει τα οφειλόμενα ακόμα κι όταν του είναι δύσκολο, εντάξει στις υποσχέσεις και υποχρεώσεις του
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)