κιμπούτς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιμπούτς < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή קיבוץ (kibúts) < קבץ (kavatz), μαζεύω, συγκεντρώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιμπούτς ουδέτερο άκλιτο

  • (στο Ισραήλ) οικονομικά αυτόνομη κοινότητα που βασίζεται στην οικονομική αλληλοβοήθεια, τη δημοκρατική οργάνωση και τις στενές κοινωνικές επαφές

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]