κινέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey-
Ρήμα[επεξεργασία]
κινέω/ κινῶ
- κάνω κάτι να κινηθεί, μετακινώ, σπρώχνω, ανακινώ
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 184 (στίχοι 183-184)
- Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ οὔ τι προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς, | ἀλλ᾽ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.
- Έτσι του μίλησε, αλλά δεν αντιμίλησε ο Οδυσσέας πολύστροφος· | κούνησε μόνο το κεφάλι του, το στόμα του κλειστό κρατώντας, μέσα του μελετώντας το κακό.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ οὔ τι προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς, | ἀλλ᾽ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 184 (στίχοι 183-184)
- διαταράσσω, διεγείρω
- μεταβάλλω, μετατρέπω, νεωτερίζω
- ωθώ παρακινώ, παρορμώ κάποιον σε ενέργεια, παράγω, προκαλώ
- (για φωλιά σφηκών) διαταράσσω, ξεσηκώνω
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 264 (στίχοι 263-265)
- τοὺς δ᾽ εἴ περ παρά τίς τε κιὼν ἄνθρωπος ὁδίτης | κινήσῃ ἀέκων, οἱ δ᾽ ἄλκιμον ἦτορ ἔχοντες | πρόσσω πᾶς πέτεται καὶ ἀμύνει οἷσι τέκεσσι.
- που αν τες ταράξει αθέλητα διαβάτης ξεπετιούνται | όλες με ανδράγαθην ψυχήν να σώσουν τα μικρά τους.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τοὺς δ᾽ εἴ περ παρά τίς τε κιὼν ἄνθρωπος ὁδίτης | κινήσῃ ἀέκων, οἱ δ᾽ ἄλκιμον ἦτορ ἔχοντες | πρόσσω πᾶς πέτεται καὶ ἀμύνει οἷσι τέκεσσι.
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 264 (στίχοι 263-265)
- συνουσιάζομαι, γαμώ [1]
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 364
- ἐγὼ δὲ κινήσω γέ σου τὸν πρωκτὸν ἀντὶ φύσκης.
- Κι εγώ θα σου ταρακουνήσω τον κώλο σα φούσκα.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐγὼ δὲ κινήσω γέ σου τὸν πρωκτὸν ἀντὶ φύσκης.
- ≈ συνώνυμα: βινέω, ληκάω, πυγίζω, λαικάζω
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 364
- (στην παθητική φωνή) κινούμαι, πορεύομαι, μετακινούμαι
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 98.1
- μετὰ δὲ τοῦτον ἐνθεῦτεν ἐξαναχθέντα Δῆλος ἐκινήθη, ὡς ἔλεγον οἱ Δήλιοι, καὶ πρῶτα καὶ ὕστατα μέχρι ἐμεῦ σεισθεῖσα.
- και μόλις αυτός έκανε πανιά αποκεί, σεισμός τράνταξε τη Δήλο, όπως διηγούνται οι Δήλιοι, που για πρώτη και τελευταία φορά σείστηκε ώς την εποχή μου.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- μετὰ δὲ τοῦτον ἐνθεῦτεν ἐξαναχθέντα Δῆλος ἐκινήθη, ὡς ἔλεγον οἱ Δήλιοι, καὶ πρῶτα καὶ ὕστατα μέχρι ἐμεῦ σεισθεῖσα.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 54.2
- ὡς δὲ ἐκινήθη τὸ στρατόπεδον, ἔπεμπον σφέων ἱππέα ὀψόμενόν τε εἰ πορεύεσθαι ἐπιχειροῖεν οἱ Σπαρτιῆται, εἴτε καὶ τὸ παράπαν μὴ διανοεῦνται ἀπαλλάσσεσθαι, ἐπειρέσθαι τε Παυσανίην τὸ χρεὸν εἴη ποιέειν.
- Κι όταν μετακινήθηκε το στρατόπεδο, έστειλαν έναν απ᾽ τους ιππείς τους, για να δει αν οι Σπαρτιάτες μπήκαν στο δρόμο ή αν ούτε καν σκέφτονταν να μετακινηθούν, και για να ρωτήσει τον Παυσανία τί πρέπει να κάνουν.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὡς δὲ ἐκινήθη τὸ στρατόπεδον, ἔπεμπον σφέων ἱππέα ὀψόμενόν τε εἰ πορεύεσθαι ἐπιχειροῖεν οἱ Σπαρτιῆται, εἴτε καὶ τὸ παράπαν μὴ διανοεῦνται ἀπαλλάσσεσθαι, ἐπειρέσθαι τε Παυσανίην τὸ χρεὸν εἴη ποιέειν.
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου γ′, 51
- ἀλλ᾽ ὡς ἐκ πλείστου φυλάττεσθαι τοῖς πράγμασι καὶ ταῖς παρασκευαῖς, ὅπως οἴκοθεν μὴ κινήσεται σκοποῦντας, οὐχὶ συμπλακέντας διαγωνίζεσθαι.
- αλλά από πολύ πιο πριν να φροντίσετε για την ασφάλειά σας με την πολιτική και τις πολεμικές προετοιμασίες, προσέχοντας να μην βγει από τη χώρα του, και να μην πολεμήσετε μαζί του σε αγώνα σώμα προς σώμα.
- Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ὡς ἐκ πλείστου φυλάττεσθαι τοῖς πράγμασι καὶ ταῖς παρασκευαῖς, ὅπως οἴκοθεν μὴ κινήσεται σκοποῦντας, οὐχὶ συμπλακέντας διαγωνίζεσθαι.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 98.1
- (στην παθητική φωνή) (για στράτευμα) κινούμαι μπροστά
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1371 (1370-1372)
- τοιγάρ σ᾽ ὁ δαίμων εἰσορᾷ μέν, οὔ τί πω | ὡς αὐτίκ᾽, εἴπερ οἵδε κινοῦνται λόχοι | πρὸς ἄστυ Θήβης.
- ο μάτι του ο θεός έχει καρφώσει πάνω σου και περιμένει | τη στιγμή, όχι ακόμη αυτή, αν, όπως λες, κινούνται κιόλας οι στρατοί σου | προς τη Θήβα.
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1371 (1370-1372)
- (στην παθητική φωνή) (για πρόσωπα) αναταράζομαι, αναστατώνομαι, συγκινούμαι
[επεξεργασία]
- ἀδιακίνητος
- ἀεικινησία
- ἀεικίνητος
- ἀκινήεις
- ἀκινησία
- ἀκινητέω
- ἀκινητί
- ἀκινητίνδα
- ἀκινητίζω
- ἀκίνητος
- ἑτεροκινησία
- ἑτεροκίνητος
- εὐκινησία
- εὐκίνητος
- θεοκίνητος
- κίνημα
- κινηθμός
- κίνηθρον
- κινησίγαιος
- κινησίπολος
- κίνησις
- κινησιφόρος
- κινησίφυλλος
- κινησίχθων
- κινητέος
- κινητήρ
- κινητήριος
- κινητής
- κινητικός
- κινητός
- κίνητρον
- λοξοκίνητος
- νεοκίνησις
- ὀξυκινησία
- ὀξυκίνητος
- ὀλιγοκίνητος
- ὁμοιοκίνητος
- ὁμοκίνητος
- πολυκινησία
- πολυκίνητος
- προανακινητέον
- προδιακίνησις
- ταχυκίνησις
- ταχυκίνητος
- φιλτροκίνητος
- φωτοκινήτης
Σύνθετα[επεξεργασία]
δείτε και τα παράγωγά τους, όπως διακίνησις, ἐπικίνησις, προδιακίνησις, συγκίνημα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κινέω πᾶν χρῆμα: δοκιμάζω κάθε δυνατό τρόπο
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 96.1
- Ἱππίης δὲ ἐπείτε ἀπίκετο ἐκ τῆς Λακεδαίμονος ἐς τὴν Ἀσίην, πᾶν χρῆμα ἐκίνεε, διαβάλλων τε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τὸν Ἀρταφρένεα καὶ ποιέων ἅπαντα ὅκως αἱ Ἀθῆναι γενοίατο ὑπ᾽ ἑωυτῷ τε καὶ Δαρείῳ.
- Κι ο Ιππίας, απ᾽ την ώρα που γύρισε από τη Σπάρτη στην Ασία, έβαλε σ᾽ ενέργεια το καθετί, συκοφαντώντας τους Αθηναίους στον Αρταφρένη και κάνοντας τα πάντα για να πέσει η Αθήνα στα χέρια τα δικά του και του Δαρείου.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ἱππίης δὲ ἐπείτε ἀπίκετο ἐκ τῆς Λακεδαίμονος ἐς τὴν Ἀσίην, πᾶν χρῆμα ἐκίνεε, διαβάλλων τε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τὸν Ἀρταφρένεα καὶ ποιέων ἅπαντα ὅκως αἱ Ἀθῆναι γενοίατο ὑπ᾽ ἑωυτῷ τε καὶ Δαρείῳ.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 96.1
- μὴ κινεῖν εὖ κείμενον: μη θίγετε τα κακώς κείμενα (βλ. αγγλική φράση let sleeping dogs lie)
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Φίληβοςw, 15c @scaife.perseus
- Φίληβον δʼ ἴσως κράτιστον ἐν τῷ νῦν ἐπερωτῶντα μὴ κινεῖν εὖ κείμενον.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Φίληβοςw, 15c @scaife.perseus
- μηδὲ κάρφος κινεῖν: παραμένω ήσυχος
- ※ 3oς πκε αιώνας ⌘ Ἡρώδας ή Ἡρώνδας, Μιμίαμβοι, 3.67 (στίχοι 3.66-3.67)
- ἐγώ σε θήσω κοσμιώτερον κούρης, | κινεῦντα μηδὲ κάρφος, εἰ τό γ᾽ ἤδιστον.
- Θα σε κάνω εγώ πιο κόσμιο και από κορίτσι, | να μην πειράζεις ούτε άχυρο, αν αυτό είναι που θέλεις.
- Μετάφραση (2002), Θ.Κ. Στεφανόπουλος @greek‑language.gr
- ἐγώ σε θήσω κοσμιώτερον κούρης, | κινεῦντα μηδὲ κάρφος, εἰ τό γ᾽ ἤδιστον.
- ※ 10ος κε αιώνας ⌘ Λεξικό Σουίδα, Βιβλίο 3.Μ.872 @scaife.perseus
- Μηδὲ κάρφοϲ κινεῖν: ἐπὶ τοῦ ἡϲύχου.
- ※ 3oς πκε αιώνας ⌘ Ἡρώδας ή Ἡρώνδας, Μιμίαμβοι, 3.67 (στίχοι 3.66-3.67)
- ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον, ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐκίνει
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κινέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κινέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Δημοσθένη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από λεξικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)