κινήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νή‐σει
- τονικό παρώνυμο: κίνηση
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κινήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κινώ & κινάω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κινώ & κινάω
- θα κινήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κινώ & κινάω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κινήσει θηλυκό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- → δείτε και την έκφραση εν κινήσει (νέα ελληνική)