Μετάβαση στο περιεχόμενο

κινήσω

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κινήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κινώ
  2. θα κινήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κινώ