κινίνη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κινίνη | οι | κινίνες |
γενική | της | κινίνης | των | κινινών |
αιτιατική | την | κινίνη | τις | κινίνες |
κλητική | κινίνη | κινίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ciˈni.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νί‐νη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κινίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) κύριο φάρμακο κατά της ελονοσίας, υπαγόμενο στη κατηγορία των ανθελονοσιακών.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
κινίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα κέτσουα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)