κιναισθησία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιναισθησία οι κιναισθησίες
      γενική της κιναισθησίας των κιναισθησιών
    αιτιατική την κιναισθησία τις κιναισθησίες
     κλητική κιναισθησία κιναισθησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιναισθησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική kinesthésie < αρχαία ελληνική κίνησις + αἴσθησις[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.ne.sθiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐ναι‐σθη‐σί‐α
ομόηχο: κοιναισθησία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιναισθησία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]