κινδυνολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κινδυνολογώ < κινδυνο(λογία) + -λογώ[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /cin.ði.no.loˈɣo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κινδυνολογώ, πρτ.: κινδυνολογούσα, αόρ.: κινδυνολόγησα, χωρίς παθητικούς φωνή

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κίνδυνος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]