κινδυνολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινδυνολόγος < κινδυνολογ(ία) + -ος. Δείτε και -λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κινδυνολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που μεγαλοποιεί τους κινδύνους· που προκαλεί σε άλλους αισθήματα άσκοπης ανησυχίας ή/και πανικού με τους ισχυρισμούς του/της
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κίνδυνος