κινητική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κινητικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική kinematics)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κινητική θηλυκό
- (φυσική) κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις αντικειμένων αδιαφορώντας για άλλες εμπλεκόμενες δυνάμεις (τριβή κ.λπ.)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κινητική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κινητική
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)