κινητοποίησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κινητοποίησης θηλυκό
- γενική ενικού του κινητοποίηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- κινητοποιήσεως (λόγιο)