κινητοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κινητοποιώ < κινητός + ποιώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.ni.to.piˈo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κινητοποιώ

τα πολιτικά κόμματα κινητοποιούν όλες τις οργανωμένες δυνάμεις τους ενόψει των εκλογών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]